πρό

πρό
πρό prep. c. gen.
a in front of

ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων O. 13.56

ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν P. 1.77

πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει P. 2.18

ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων βασιλέες ἱεροί ἐντι P. 5.96

ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων I. 4.20

τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

b before, in defence of ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (Er. Schmid: πρὸς codd.) I. 7.27
c before, above

ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23

ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιονP. 4.140
d ? before of time πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (?“eh es zu großen Mühen kam,” Radt) Pae. 6.89

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρό — before indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …   Dictionary of Greek

  • προ — (πρόθ.), μπροστά, πριν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις γέροντας. — См. Курицу яйца не учат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • προ(ρ)ρομαντικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προρρομαντισμό («προρρομαντικά ρεύματα») …   Dictionary of Greek

  • προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …   Dictionary of Greek

  • Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”